ἐναρέτῳ

ἐναρέτῳ
ἐνάρετος
virtuous
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐναρέτωι — ἐναρέτῳ , ἐνάρετος virtuous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναβαίνω — ΜΑ [ἀναβαίνω] 1. ανεβαίνω μαζί με κάποιον σε υψηλότερο σημείο, σε βουνό, σε λόφο κ.λπ. (α. «συναναβάντες αὐτῷ πρὸς τὰ μετέωρα», Χορίκ. β. «καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾱσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα», ΚΔ) 2. ανεβαίνω πνευματικά μαζί με κάποιον, ανεβάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”